-
1 качество
качество с η ποιότητα высшего (низшего) \качествоа ανώ τερης (κατώτερης) ποιότηταο ◇ в \качествое... ως...* * *сη ποιότηταвы́сшего (ни́зшего) ка́чества — ανώτερης (κατώτερης) ποιότητας
••в ка́честве... — ως…
-
2 качество
-а ουδ.1. ποιότητα•бороться за качество продукции αγωνίζομαι για ποιότητα της παραγωγής•
ткани высокого -а υφάσματα πολύ καλής ποιότητας.
2. (φιλοσ.) ποιοτική αλλαγή•переход от количества в качество το πέρασμα απο την ποσότητα στην ποιότητα.
εκφρ.в -е кого-чего – με την ιδιότητα του..., ως, σαν. -
3 качество
качеств||ос в разн. знач. ἡ ποιότη-τα [-ης]:высокое \качество ἡ ἀνωτέρα ποιότητα· ◊ в \качествое (кого-л., чего-л.) μέ τήν ἰδιότητα τοῦ. -
4 ποιότητα
[пиотита] ουσ. Θ. качество, свойство,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ποιότητα
-
5 качество
[κάτσιστβα] ουσ. ο. ποιότητα -
6 качество
[κάτσιστβα] ουσ ο ποιότητα -
7 выделка
1. (производство, обработка) η επεξεργασίαη κατεργασία, (на ткани) το ανάγλυφο σχήμα (στο ύφασμα)2. (качество) η ποιότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выделка
-
8 груз
1. (товар, кладь) το φορτί/ο, το εμπόρευμαнасыпной - χύδην/σε χύμαнеобъявленный - (не включённый в таможенную декларацию) см. незаявленный -2. (весовой признак) το βάρος 3.(тяжёлый предмет) το φορτίο, το άχθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > груз
-
9 изготовление
η κατασκευ/ήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изготовление
-
10 материал
1. (вещество, предмет, сырье, данные сведения источники) το υλικ/ό, η ύληводонепроницаемый - υδατοστεγα-νό/υδατοστεγές -воспроизводящий (яд.физ.) - αναπαραγωγήςвсплывающий - που επιπλέει, μη-βυθιζό-μενο -жаростойкий - см. жаропрочный -защитный - (яд.физ.) προστατευτικό -кислотоупорный - см. кислотостойкий -- σε φύλλαнасыпной - см - навалом неактивный - см. инертный -негативный кфт. - αρνητικό -огнеупорный - см. огнестойкий -отделочный - см. облицовочный -полировальный - λείαν-σης/γυαλίσματοςпрутковый - σε ράβδους/βέργεςсветочувствительный кфт. - ευαίσθητο στο φωςстроительный - οικοδομικό -, δομικό -сыпучий - χύδην/χύμαтонколистовой - τα ψιλά/λεπτά ελάσματαхрупкий - ψαθηρό -, εύθραυστο -2. см. материя( во 2 знач.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > материал
-
11 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
12 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
13 упаковка
1. (процесс) η συσκευασία, το πακετάρισμα 2. (материал, обшивка, тара) η συσκευασί/α, το δέμα, το πακέτο (ξεν.)погрузка без - и φόρτωση άνευ - ας/χωρίς -цена без - и τιμή χωρίς/άνευ - αςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > упаковка
-
14 хранение
η φύλαξ/η, η αποθήκευσηплата за - груза на ж.-д. станции сверх срока οι επισταλίες για - του φορτίου στον σιδηροδρομικό σταθμόсрок - я προθεσμία/διορία - ης- σε χύμαхолодильное - σε ψύξη/ψυγείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хранение
-
15 экспорт
οι εξαγωγ/ές (πλ.)вопросы - а θέματα/προβλήματα - ώνобъём - а όγκος/πο-σότητα των - ώνбросовый торг. - το ντάμπιγκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспорт
-
16 высший
-ая, -ее υπερθ. β. του επ. высокий.1. ανώτατος, υπέρτατος•-ая судебная инстанция ο ανώτατος δικαστικός οργανισμός•
-командный состав το ανώτατο διοικητικό σώμα•
-ее начальство η ανώτατη διοίκηση•
-ая точка το ανώτατο σημείο•
-ая форма организации ανώτατη μορφή οργάνωσης•
-ее учебное заведение ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
2. ανώτερος•-ее образование ανώτερη μόρφωση•
-ая математика τα ανώτερα μαθηματικά•
-ая школа ανώτερη σχολή•
-ее качество ανώτερη ποιότητα.
εκφρ.высший пилотаж – εναέρια ακροβασία, αεροπορική επίδειξη•- ая мера наказания – η εσχάτη των ποινών•- ее общество – η ανώτερη κοινωνία•в -ей степени – στον ανώτατο (υπερθετικό) βαθμό. -
17 невысокий
επ., βρ: -сок, -сока, -соко, πλθ. -соки.1. χαμηλός κοντός• βραχύς•невысокий дом χα-μη|λό σπίτι•
невысокий человек κοντός άνθρωπος.
2. μικρός, ασήμαντος•-ая температура χαμηλή θερμοκρασία•
-ое давление μικρή πίεση•
-ая плата χαμηλός μισθός.
3. μέσος, μεσαίος, μέτριος•-ое качество μέση ποιότητα•
-ая квалификация μέση ειδίκευση.
4. ασήμαντος, αναξιόλογος.εκφρ.- ая грудь – ίσιο στήθος, πλακέ•невысокий лоб – στενό μέτωπο. -
18 сорт
-
19 добротность
1. (хорошее качество) η καλή ποιότητα* - изображения - της εικόνας 2. эл. о συντελεστής ποιότητας του κυκλώματος, внешняя - εξωτερικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > добротность
-
20 помол
1. (измельчение) το άλεσμα, η άλεση 2. (качество помола) η ποιότητα του αλέσματος 3. (количество смолотого в определённый срок зерна) η άλεση (η ποσότητα δημητριακών ή άλλων καρπών που μπορεί να αλεστεί σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помол
- 1
- 2